- μεταθέσιμος
- -η, -ο (Μ μεταθέσιμος -ον) [μετάθεση]αυτός που μπορεί να μετατεθεί, να μεταβάλει θέσηνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μεταθέσιμοη δυνατότητα μετάθεσης, το μεταθετόμσν.το ουδ. ως ουσ. η μετάθεση επισκόπου από μια επισκοπή σε άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.